- βλώσκω
- βλώσκω (Α)1. έρχομαι, προχωρώ2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» — υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιονβ) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» — η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» — έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω < *μλώσκω αποτελεί είτε τη συνεσταλμένη βαθμίδα *ml- (ή *mle∂3-) της μονοσύλλαβης ρίζας *mel- «εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι» είτε προέρχεται από τη δισύλλαβη μακροκατάληκτη ρίζα μολō με μηδενισμένη την πρώτη συλλαβή και απαθή τη δεύτερη. Για τον ενεστ. βλώσκω πρβλ. τοχ. Α' mlosk-, mlusk- «φεύγω, δραπετεύω». Για το θ. μολ- του αορ. έμολον (πρβλ. θρώσκω- έθορον κ.ά.) έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις από τις οποίες πιθανότερη φαίνεται ότι είναι η ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας mel-. Στον αόρ. έμολον αντιστοιχεί σλαβ., σερβ. iz-molĩti «δείχνω, παρουσιάζω, εμφανίζω», σλοβ. moliti «τείνω, εκτείνω, προτείνω». Η λ. βλώσκω χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και σπανίως στον πεζό.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αποβλώσκω, εκβλώσκω, εκπροβλώσκω, επιπροβλώσκω, καταβλώσκω, παραβλώσκω, προβλώσκω].
Dictionary of Greek. 2013.